Dictionary of Greek. 2013.
αλωνεύω — ἁλωνεύω βλ. αλωνεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. ἁλωνεύομαι. ΠΑΡ. νεοελλ. αλωνειά, αλώνεμα, αλωνευτής] … Dictionary of Greek